γιαούρτι
(ουσ. ουδ.)
γιαγούρτ'
[ʝaˈɣurt]
Μισθ.
γιαούρτι
[ʝaˈurti]
Σατ.
γιαούρτ'
[ʝaˈurt]
Μισθ., Τσαρικ.
γιογούρτι
[ʝoˈɣurti]
Αραβαν.
γιογούρτ'
[ʝoˈɣurt]
Ανακ., Μισθ., Σινασσ.
γιογούρ'
[ʝoˈɣur]
Μισθ.
γιοούρτ'
[ʝoˈurt]
Ανακ., Μισθ.
γιοούρ'
[ʝoˈur]
Μισθ.
Νεότ. ουσ. γιαούρτι (Λεξ. Σπόν) και γιαγούρτι (Λεξ. Σομ.), τα οπ. από το τουρκ. yoğurt = γιαούρτι, όπου και διαλεκτ. τύπ. yâğurt.
Γιαούρτι
ό.π.τ.
:
Το σ̑ήρο η ναίκα ήφαριν μπρό τουν μπαζλαμάδα, ’ς έν' τάσι γιαούρτι τζ̑αι ’ς ε χωμάτινο τσανάχι μέλι
(Η χήρα έφερε μπροστά τους τηγανίτες, σε ένα πιάτο γιαούρτι και σε μιά πήλινη γαβάθα μέλι)
Σατ.
-Παπαδ.
Γιαούρτ' παίριξι, τρώιξι ζεϊτίνια
(Έπαιρνε (μαζί του) γιαούρτι, έτρωγε ελιές)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Τοβραϊού γιαούρτ'
(Γιαούρτι του τορβά˙ Σακουλίσιο γιαούρτι)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Γιοούρτ’ τσ̑ιτσ̑εΐ
(Του γιαουρτιού το λουλούδι˙ χαμομήλι, μαργαρίτα, από την τουρκ. διαλεκτ. φρ. <em>yoğurt çiçeği </em>= χαμομήλι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
οξύγαλα