ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαούρτι (ουσ. ουδ.) γιαγούρτ' [ʝaˈɣurt] Μισθ. γιαούρτι [ʝaˈurti] Σατ. γιαούρτ' [ʝaˈurt] Μισθ., Τσαρικ. γιογούρτι [ʝoˈɣurti] Αραβαν. γιογούρτ' [ʝoˈɣurt] Ανακ., Μισθ., Σινασσ. γιογούρ' [ʝoˈɣur] Μισθ. γιοούρτ' [ʝoˈurt] Ανακ., Μισθ. γιοούρ' [ʝoˈur] Μισθ. Νεότ. ουσ. γιαούρτι (Λεξ. Σπόν) και γιαγούρτι (Λεξ. Σομ.), τα οπ. από το τουρκ. yoğurt = γιαούρτι, όπου και διαλεκτ. τύπ. yâğurt.
Γιαούρτι ό.π.τ. : Το σ̑ήρο η ναίκα ήφαριν μπρό τουν μπαζλαμάδα, ’ς έν' τάσι γιαούρτι τζ̑αι ’ς ε χωμάτινο τσανάχι μέλι (Η χήρα έφερε μπροστά τους τηγανίτες, σε ένα πιάτο γιαούρτι και σε μιά πήλινη γαβάθα μέλι) Σατ. -Παπαδ. Γιαούρτ' παίριξι, τρώιξι ζεϊτίνια (Έπαιρνε (μαζί του) γιαούρτι, έτρωγε ελιές) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Τοβραϊού γιαούρτ' (Γιαούρτι του τορβά˙ Σακουλίσιο γιαούρτι) Τσαρικ. -Καραλ. Γιοούρτ’ τσ̑ιτσ̑εΐ (Του γιαουρτιού το λουλούδι˙ χαμομήλι, μαργαρίτα, από την τουρκ. διαλεκτ. φρ. <em>yoğurt çiçeği </em>= χαμομήλι) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. οξύγαλα