γιαπουστιέσιμα
(ουσ. ουδ.)
γιαπ͑ουσ̑τι-έσιμα
[ʝapʰuʃtiˈesima]
Φάρασ.
Από το ρ. γιαπιστίζω, όπου και τύπ. γιαπ͑ουσ̑τι-έω, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σιμα.
Κόλλημα
Συνών.
γιαπούστημα