γιαραντίζω
(ρ.)
γιαραdι̂́ζω
[ʝaraˈdɯzo]
Αραβαν., Γούρδ.
γιαρατι-έω
[ʝaratiˈeo]
Αφσάρ., Φάρασ.
γιαρατι-έγω
[ʝaratiˈeɣo]
Φάρασ.
γιαρατι-έζω
[ʝaratiˈezo]
Αφσάρ.
Νεότ. ρ. γιαραντίζω (Mackridge 2021), το οπ. από τον αόρ. yaradı του τουρκ. ρ. yaramak = ωφελώ.
1. Ωφελώ, χρησιμεύω
ό.π.τ.
:
Σο άρωπο να γιαραdίσ̑’, εϊλίκ μι;
(Θα ωφελήσει σε τίποτα να κάνεις καλό σε άνθρωπο;)
Αραβαν.
-Dawk.
Συνών.
διαφορεύω, φαϊνταλαντιρτίζω, φελάω