γιαρίστημα
(ουσ. ουδ.)
γιαρι̂́σ̑τημα
[ʝaˈrɯʃtima]
Μαλακ.
Από το ρ. γιαριστίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Ανταγωνισμός, άμιλλα
Μαλακ.