γιαρντιμτζής
(ουσ. αρσ.)
γιαρντιμζής
[ʝardimˈzis]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. yardımcı = βοηθός.
Βοηθός
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Ο γοντσ̑ής σου α̈́ρ να 'ιένι ο τ͑εσίπ' σου, ο Θιός να 'ινεί ο γιαρντιμζής σου
(Ο γείτονάς σου αν τύχει να γίνει εχθρός σου, ο Θεός να γίνει ο βοηθός σου ˙ ο κακός γείτονας είναι ο χειρότερος εχθρός)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.