ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαρντιμτζής (ουσ. αρσ.) γιαρντιμζής [ʝardimˈzis] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. yardımcı = βοηθός.
Βοηθός ό.π.τ. : || Παροιμ. Ο γοντσ̑ής σου α̈́ρ να 'ιένι ο τ͑εσίπ' σου, ο Θιός να 'ινεί ο γιαρντιμζής σου (Ο γείτονάς σου αν τύχει να γίνει εχθρός σου, ο Θεός να γίνει ο βοηθός σου ˙ ο κακός γείτονας είναι ο χειρότερος εχθρός) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.