ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαρντώ (ρ.) γιαρντώ [ʝarˈdo] Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ. Αόρ. γιάρτ'σα [ˈʝartsa] Μισθ. Μτχ. γιαρντημένου [ʝardiˈmenu] Μισθ. γιαρτημένου [ʝartiˈmenu] Μισθ. Από τον αόρ. yardı του τουρκ. ρ. yarmak = σχίζω, χωρίζω, κόβω.
1. Σχίζω, χωρίζω κάτι στα δύο Μαλακ., Ποτάμ. : Να σε γιαρτήσουν με τα π͑αλτ͑άδια (Να σε σκίσουν στα δύο με τα τσεκούρια· αρά) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Συνών. κανίζω :2, σκίζω
2. Σκάβω, ανοίγω λάκκο Μισθ. : Γιαρντώ νταμάλια (Σκάβω θεμέλια) Μισθ. -Κοτσαν. Γιαρντώ ένα γούπα, σάνου ένα τουνdούρ' (Σκάβω έναν λάκκο, φτιάχνω ένα ταντούρι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Γιαρτημἐνου τόπους (Σκαμμένος τόπος) Μισθ. -Κοτσαν. Γιάρνταναν ντου χώμα (Έσκαβαν το χώμα) Μισθ. Ιτά τα μουρμούτσα γιάρτ'σαν όλου του τόπους (Αυτά τα μυρμήγκια έσκαψαν όλο τον τόπο) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Παίριξί μας ασκέρους λέει, γίνιξί μας απ' ένα κατσ̑ίν' λέει, να γιαρντίσουμ' σι λέει (Μας έπαιρναν στρατιώτες, λέει, μας έδιναν από μιά αξίνα λέει, να σκάψουμε σου λέει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. ανοίγω :2, γουπώνω, γρύχω, καζντώ, ρύσσω, σέρνω :4