γιάρι
(ουσ. ουδ.)
γιάρι
[ˈʝari]
Αραβ., Φάρασ.
γιαρ'
[ʝar]
Αραβ., Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. yar = άβυσσος, γκρεμός.