ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κρημνός (ουσ. αρσ.) κρημνός [kriˈmnos] Τελμ. κρεμός [kreˈmos] Ποτάμ., Σινασσ. Από το αρχ. ουσ. κρημνός. Ο τύπ. κρεμός μεσν., από επίσης μεσν. κρεμνός με απλοπ. του συμφωνικού συμπλ.
Γκρεμός ό.π.τ. : Κατέβην το βασιλόπουλο ασ' το δενdρό και πήγε στα κρεμούς και στα μαgούρια 'νεμέσα (Κατάβηκε το βασιλόπουλο από το δέντρο και πήγε ανάμεσα στους γκρεμούς και στα βάραθρα) Σινασσ. -Αρχέλ. Ήτον κρημνός και δεν πααίνισκαμ', ένα νέο παιδί μπόρισκε και ανέβαινε (Ήταν γκρεμός και δεν πηγαίναμε, ένα νέο παιδί μπορούσε και σκαρφάλωνε) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Απ' εδώ το μασ̑αίρ' απ' εκεί κρεμός (Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα˙ για απελπιστικές καταστάσεις χωρίς εναλλακτική διαφυγής) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. γιάρι