ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαραλατίζω (ρ.) γιαραλατίζω [ʝaralaˈtizο] Μαλακ., Φάρασ. γιαραλατίζου [ʝaralaˈtizu] Φάρασ. γιαραλαντίζου [ʝaralaˈdizu] Μισθ. γεραλαντίζω [ʝeralaˈdizo] Μαλακ. γιαραλατώ [ʝaralaˈto] Φάρασ. Αόρ. γιαραλάτ'σα [ʝaraˈlatsa] Μαλακ. γιαραλάντ'σα [ʝaraˈladsa] Αξ., Μισθ. Μτχ. γιαραλατημένου [ʝaralatiˈmenu] Φάρασ. Από τον αόρ. yaraladı του τουρκ. ρ. yaralamak = πληγώνω, τραυματίζω. Οι τύπ. γιαραλαντώ και γιαραλατώ με μεταπλ. κατά τα ρ. σε . Η λ. τουλάχιστον από το 1840, πβ. Βυζ. Βαβυλων. 41 «γιαραλάδισε κομματάκι χέρι του».
1. Προκαλώ πληγές, τραυματίζω ό.π.τ. : Δώκαν με οι αβτζήδες τζ̑αι γιαραλάτ'σαν με τζ̑αι πονώ (Με πυροβόλησαν οι κυνηγοί και με πλήγωσαν και πονάω) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Πήρε ένα χτέρ', ντώκεν το στο γαφά τ', γιαραλάντ'σεν το (Πήρε μιά πέτρα, τον χτύπησε στο κεφάλι, τον τραυμάτισε) Μισθ., Αξ. -Αρχέλ. Συνών. τραυματίζω
2. Μτφ., προκαλώ ψυχικό πόνο Μισθ. : Γιαραλάντ'σι καργιά μ’ μ’ ατούρα ντα είπι (Πλήγωσε την καρδιά μου μ’ αυτά πού είπε) Μισθ. -Κοτσαν.