φελάω
(ρ.)
φελώ
[feˈlo]
Σινασσ.
φεάω
[feˈao]
Φάρασ.
Παρατατ.
φεάνκα
[feˈaŋka]
Φάρασ.
Μεσν. ρ. φελῶ από το μεσν. ἐφελῶ από το αρχ. ρ. ὠφελῶ, με υποχωρητ. αφομ. [o-e>e-e] και αποβολή του αρκτ. άτονου φωνήεντος.
Ωφελώ, είμαι ωφέλιμος
:
Εγώ γήρασα, δεν φελώ
(Εγώ γέρασα, δεν είμαι χρήσιμος)
Σινασσ.
-Βλασ.
Συνών.
γιαραντίζω, φαϊνταλαντιρτίζω
Τροποποιήθηκε: 10/06/2025