φελάω
(ρ.)
φεάω
[feˈao]
Φάρασ.
Παρατατ.
φεάνκα
[feˈaŋka]
Φάρασ.
Μεσν. ρ. φελῶ από το μεσν. ἐφελῶ από το αρχ. ρ. ὠφελῶ, με υποχωρητ. αφομ. [o-e>e-e] και αποβολή του αρκτ. άτονου φωνήεντος.
Ωφελώ
Συνών.
γιαραντίζω, φαϊνταλαντιρτίζω