ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φέγνημα (ουσ. ουδ.) φέγνημα [ˈfeɣnima] Ουλαγ. Από το ρ. φεύγω, όπου και τύπ. φέγνω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Φυγή, ο τρόπος με τον οπ. κάποιος φεύγει : Ισύ να ντράν'σες ντο φέγνημα τ' (Εσύ να έβλεπες τον τρόπο με τον οποίο έφυγε) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. φύξιμο :1, φύγωμα :1