φέρμενε
(ουσ. ουδ.)
φέρμενε
[ˈfermene]
Γούρδ., Σινασσ.
φέρμανα
[ˈfermana]
Αραβαν., Τροχ., Φλογ.
Πληθ.
φερμανάδια
[fermaˈnaðʝa]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. fermene ή fermele = φέρμελη, όπου και διαλεκτ. τύπ. fermane (THADS, λ. fermane, Tietze 2016: λ. fermele).
Φέρμελη, κοντό τσόχινο κεντητό και πολύχρωμο πανωφόρι σαν γιλέκο
ό.π.τ.
:
Μ' ένα τόπ’ σάλ' κάνισκαν ένα σαλβάρ’ κι ένα φέρμανα
(Με ένα τόπι ύφασμα έφτιαχναν ένα σαλβάρι και μιά φέρμελη)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.