ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φέρμενε (ουσ. ουδ.) φέρμενε [ˈfermene] Γούρδ., Σινασσ. φέρμανα [ˈfermana] Αραβαν., Τροχ., Φλογ. Πληθ. φερμανάδια [fermaˈnaðʝa] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. fermene ή fermele = φέρμελη, όπου και διαλεκτ. τύπ. fermane (THADS, λ. fermane, Tietze 2016: λ. fermele).
Φέρμελη, κοντό τσόχινο κεντητό και πολύχρωμο πανωφόρι σαν γιλέκο ό.π.τ. : Μ' ένα τόπ’ σάλ' κάνισκαν ένα σαλβάρ’ κι ένα φέρμανα (Με ένα τόπι ύφασμα έφτιαχναν ένα σαλβάρι και μιά φέρμελη) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.