φέρω
(ρ.)
φέρω
[ˈfero]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
φέρου
[ˈferu]
Μισθ., Ουλαγ., Σίλ.
φέρνω
[ˈferno]
Μαλακ., Τελμ.
φέρνου
[ˈfernu]
Σίλ.
φερύνω
[feˈrino]
Σατ., Φάρασ., Φκόσ.
φερίσ̑κου
[feˈriʃku]
Μαλακ.
φερίσκω
[feˈrisko]
Σινασσ.
φερίσ̑κω
[feˈriʃko]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Φερτάκ., Φλογ.
φερίσ̑κου
[feˈriʃku]
Μαλακ.
Παρατατ.
φέρισ̑κα
[ˈferiʃka]
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Ποτάμ., Τελμ., Φερτάκ.
φέρισ̑γκα
[ˈferiʃga]
Ουλαγ.
φέριξα
[feˈriksa]
Μισθ.
φέρνισ̑κα
[ˈferniʃka]
Τελμ., Φερτάκ., Φλογ.
Αόρ.
ήφερα
['ifera]
Αραβαν.
ήφιρα
[ˈifira]
Σατ.
ήφ'ρα
['ifra]
Σίλ.
ήβ'ρα
['ivra]
Σίλ.
ήφαρα
[ˈifara]
Σατ., Φάρασ.
Αρχ. ρ. φέρω. Ο τύπ. φέρνου από μεσν. τύπ. φέρνω. Ο τύπ. φερύνω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ύνω. Για τους τύπ. σε -ίσκω βλ. επίθμ. -ίσκω.
1. Παίρνω από κάπου κάτι και το δίνω σε κάποιον
ό.π.τ.
:
Το ψωμί, έψησιν ντα. ταρνά 'ς τα φέρει
(Το ψωμί το έψησε,, αμέσως ας το φέρει)
Τσουχούρ.
-Dawk.
Ας φέρουμ ένα σανdι̂́q
(Ας φέρουμε ένα σεντούκι)
Ουλαγ.
-Dawk.
Άμε, φέρε λαγούδια και μπερdίκια
(Πήγαινε φέρε λαγούς και πέρδικες)
Τελμ.
-Dawk.
Φέρισ̑κε τα παρέγια σο βαβά τ’
(Έδινε τα χρήματα στον πατέρα του)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Φέριξαμ’ μπαμπάτσ'
(Φέρναμε βαμβάκι )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ταύρα και φέρ' τη!
(Πήγαινε και φέρ' τη!)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Φέρνειναν πισάρια
(Έφερναν ψάρια)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Και ήφερεν ντο σα παιδιά τσ̑ης εμbρό
(Και το έφερε μπροστά στα παιδιά της)
Τελμ.
-Dawk.
Φέρ' νιστία!
(Φέρε φωτιά)
Φάρασ.
-Grég.
Ατζ̑είν’ dότε παίρουν τα, φερίνουν τα σο χωρίο μας ‘γνέντα
(Eκείνοι τότε τα παίρνουν, τα φέρνουν στο χωριό μας)
Σατ.
-ΚΜΣ-ΚΠ388
Ατέ του σε φερύνει ατέ το χαρτίο καό ισάνιν τζό 'νι
(Αυτός που σου φέρνει αυτό το χαρτί δεν είναι καλός άνθρωπος)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Φέρνει του φέσι τ’ του καλό τ’
(Του φέρνει το καλό του το φέσι)
Μαλακ.
-Dawk.
Τέκνα βέμbει τα στ’ αμbέλια να φέρουσ̑ι μικρά ξ̑ύλα
(Τα παιδιά τα στέλνει στα αμπέλια να φέρουν μικρά ξύλα)
Σίλ.
-Dawk.
|| Φρ.
Φέρου σου του νου μου
(Σε φέρνω στο νου μου˙ Σε θυμάμαι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ήφεραν ντο στα καλά τ'
(Την έφερα στα καλά της˙ Την συνέφερα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
γκετιρντίζω :1
2. Φέρνω, μεταφέρω
ό.π.τ.
:
Φέρισ̑καν με τ’ ρέγη τ'νε απ’ ένα ντένκ
(Έφερναν με τη ράχη τους από ένα φορτίο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Φέρισ̑καμ' χώμα
(Φέρναμε χώμα)
Ανακ.
-Cost.
Φέρισ̑καμ' νερό
(Μεταφέραμε νερό)
Φλογ., Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Φέρισ̑κε ξ̑ύλα
(Μετέφερε ξύλα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'τουν ερόδαν ντιαβιατζία, φέριξαν τάμα τ'νι ένα γαζά πραγμάτειες για πούλημα
(Όταν ερχόταν οι καμηλιέρηδες, έφερναν μαζί τους πολλά εμπορεύματα για πούλημα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τσι νύφ', τουν του φέριξαν σου σπίτ', λάχτανι τύρα
(Και η νύφη, όταν την έφερναν στο σπίτι, χτυπούσε την πόρτα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Φερίσ̑κω το στο νου σ’
(Φέρνω στο νου σου˙ Σου υπενθυμίζω)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ό, τσ̑ι φερίσ̑κει ένα ημέρα ντέν ντο φερίσ̑κει ένα χρόνος
(Ό, τι φέρνει μία ημέρα δεν το φέρνει ένας χρόνος˙ Όταν ένα μικρό χρονικό διάστημα αρκεί για να γίνει κάτι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σο σειρά κανείς δεν το φερίσ̑κει
(Στην σειρά κανείς δεν το φέρνει˙ Κανείς δεν το υπολήπτεται)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
γκετιρντίζω :1