φίγγι
(ουσ.)
φίν̇g'
[fiɳg]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. fiğ =βίκος (Vicia sativa), όπου και διαλεκτ. τύπ. fink, το οπ. από το μεταγν. ουσ. βίκιον = βίκος. Βλ. Tzitzilis (1987α: 30).
Είδος αγριολάθουρου