ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φίλημα (ουσ.) φίλημα [ˈfilima] Γούρδ., Μισθ., Φάρασ. Αρχ. ουσ. φίλημα.
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φιλώ ό.π.τ. : || Παροιμ. Ατέ το φίλημα δίτω σε τα σου τατά μου τη μακαρία (Αυτό το φίλημα σου το δίνω για μνημόσυνο του πατέρα μου˙ Το έλεγαν όταν κανείς αναγκαζόταν να κάνει ένα καλό χωρίς να το θέλει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.