φίλημα
(ουσ.)
φίλημα
[ˈfilima]
Γούρδ., Μισθ., Φάρασ.
Αρχ. ουσ. φίλημα.
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φιλώ
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Ατέ το φίλημα δίτω σε τα σου τατά μου τη μακαρία
(Αυτό το φίλημα σου το δίνω για μνημόσυνο του πατέρα μου˙ Το έλεγαν όταν κανείς αναγκαζόταν να κάνει ένα καλό χωρίς να το θέλει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.