φιλαντίρα
(ουσ. ουδ.)
φΙλαντ͑ι̂́ρα
[fɯlanˈtʰɯra]
Αξ.
φουλανdΰρα
[fulan'dyra]
Μαλακ.
Aπό το τουρκ. ουσ. filândri = το φυτό ψευδοκώνειο (cicuta virosa· Redhouse).
Το ποώδες φυτό ασφόδελος (Asphodelus ramosus).