φίδι
(ουσ.)
φίδι
[ˈfiði]
Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Φάρασ.
φίδ'
[fið]
Ανακ., Δίλ., Μαλακ., Ποτάμ., Φλογ.
φίρι
[ˈfiri]
Σίλ.
φίθ'
[fiθ]
Σίλατ., Φλογ.
φίζ'
[fiz]
Σεμέντρ.
φίγι
[ˈfiʝi]
Μισθ.
φίγ̑'
[fiʝ]
Ουλαγ.
φίχ'
[fiz]
Αξ., Ουλαγ.
φίι
[ˈfii]
Δίλ., Μισθ.
φι
[fi]
Ουλαγ.
οφίρ'
[oˈfir]
Αραβαν., Γούρδ.
Από το αρχ. ουσ. ὀφίδιον, υποκορ. του ὄφις. Ο τύπ. φίδι μεσν.
Φίδι
ό.π.τ.
:
Ήρτε α μέγα φίδι. Ολάτσε, έβγκη σο γαϊδιρού τη μέση
(Ήρθε ένα μεγάλο φίδι. Πήδηξε πάνω στη μέση της πλάτης του γαϊδουριού )
Φάρασ.
-Dawk.
Έρακί μου το φίρι
(Με δάγκασε το φίδι)
Μισθ.
-Κωστ.Σ.
Έdακιν μι ντου φίι
(Με δάγκωσε το φίδι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Είδεν δύο παιδιά· σκοτώνουν ένα φίδ'
(Είδε δυο παιδιά· σκοτώνουν ένα φίδι)
Ποτάμ.
-Dawk.
Ανοί ντο τσ̑εχμεdζ̑έ. Αζ' μέσ̑η τ' βγι̂́ν' 'να φίθ'
(Ανοίγει το κουτί. Από μέσα του βγαίνει ένα φίδι)
Φλογ.
-Dawk.
Ιτσ̑ά ντα γιαβρία χερ ντο χρόνος τρώισ̑γκεν ντα ντο φίχ'
(Αυτούς τους νεοσσούς κάθε χρόνο τους έτρωγε ένα φίδι)
Ουλαγ.
-Dawk.
Τα ψελίτσικα φίγια λεπρά 'dι
(Τα λεπτά φίδια είναι επικίνδυνα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σο κ͑ουτί απέσω ήβρε ένα οφίρ'
(Στο κουτί μέσα βρήκε ένα φίδι)
Αραβαν.
-Dawk.
Γύρ'σι φιζ', ντάκνισκι ντ' αβτζή το πράι
(Γύρισε το φίδι, δάγκωσε το ποδάρι του κυνηγού)
Σεμέντρ.
-Στεφαν.
Τσείντι τσι δα φία, φοβούμιστι τσ' απ' τα φία
(Είναι και τα φίδια, φοβόμαστε κι απ' τα φίδια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Είνdαι του φιδίουν ο βασιλός τσ̑' η βασίλτσα
(Είναι ο βασιλιάς και η βασίλισσα των φιδιών)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Φοβούμαι τα τα φίδε
(Τα φοβάμαι τα φίδια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Φιγιού κάκα
(φιδιού γιαγιά˙ γουστέρα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Φιιού τυρπί
(Φιδιού τρύπα˙ φιδοφωλιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Φιιού μιάτ'
(Φιδιού πουκάμισο˙ Αποβαλλόμενο δέρμα φιδιού)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ζώσ̑τεν φίγια
(Ζώστηκε φίδια˙ Μισεί και ζητάει εκδίκηση)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Φιδού ψάρ'
(Φιδόψαρο˙ Είδος ποτάμιου ψαριού)
Σατ.
-ΚΜΣ-ΚΠ388
|| Παροιμ.
Το ντέ μας ζάσ̑' ζι-άν' το οφίρ' αζ γιασ̑αdι̂́σ̑' χίλια χρόνια
(Το φίδι που δεν μας κάνει ζημιά ας ζήσει χίλια χρόνια˙ Αν κάποιος εχθρός δεν μας βλάπτει, ας υπάρχει όσο θέλει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το φίδι του τζ̑ο φτάνει σε μένα, να γιασατι-έσει σ̑ίλε χρόνες
(Το φίδι που δεν με βλάπτει, να ζήσει χίλια χρόνια˙ Αν κάποιος εχθρός δεν με βλάπτει, ας υπάρχει όσο θέλει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
qυλqύ qλώσσα βγαλλίσκει το φίδ' ασ' σο τυρπί
(Η γλυκειά γλώσσα βγάζει το φίδι από την τρύπα˙ Με την διπλωματία πετυχαίνει κανείς τα πιο δύσκολα πράγματα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
γιλάν, κουλατζόκκο