φεύγω
(ρ.)
φεύγω
[ˈfevɣo]
Ανακ., Τελμ.
φεύγου
[ˈfevɣu]
Σίλ.
φέγω
[ˈfeɣo]
Μαλακ.
φέγου
[ˈfeɣu]
Μισθ., Σίλ.
φέγνω
[ˈfeɣno]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
φέγνου
[ˈfeɣnu]
Μισθ.
φύγνω
[ˈfiɣno]
Φερτάκ.
Αόρ.
έφυγα
['efiɣa]
Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ.
έφ'γα
[ˈefɣa]
Μισθ., Φλογ.
έφ'χα
[ˈefxa]
Μισθ., Μπέηκ., Σεμέντρ., Φλογ.
έβκα
[ˈevka]
Φάρασ.
Υποτ.
φύγω
[ˈfiɣo]
Αραβαν.
φύου
[ˈfiu]
Μισθ.
φω
[fo]
Φάρασ.
Αρχ. ρ. φεύγω = δραπετεύω, ξεφεύγω. Ο τύπ. φύγνω από το αορ. θ. φυγ- με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -νω.
1. Φεύγω, απομακρύνομαι από έναν τόπο για να πάω αλλού, αναχωρώ
ό.π.τ.
:
Σ̑ήμερ' ρε φεύγου
(Σήμερα δεν φεύγω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Νταρά γκιοζλαϊζου δου χαρτί να φύου στου ασκιαρλούχ
(Τώρα περιμένω το χαρτί να φύγω για τη στρατιωτική μου θητεία )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το παπόρι θέλ’ να φύ’ για τζ̑ο περπατεί
(Το βαπόρι έπρεπε να φύγει αλλά δεν έπαιρνε μπρος)
Τσουχούρ.
-Bağr.
Σηκούται φέγνει
(Σηκώνεται και φεύγει)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Δέβαν 26 χρόνες του έβκα 'σ' το χωρίο μας
(Πέρασαν 26 χρόνια από τότε που έφυγα απ' το χωριό μας)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
|| Φρ.
Έφυγε το λερό και πόμνε το μίλις
(Έφυγε το νερό και έμεινε η άμμος ˙ Το πρόσκαιρο περνά ενώ το σταθερό μένει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Φεύγω, βουνί αναβαίνω
(Φεύγω, βουνό ανεβαίνω)
Τελμ.
-Lag.
Συνών.
αφήνω, παραμαίνω, πατώ, πηγαίνω
2. Απομακρύνομαι από κάποιον
ό.π.τ.
:
Φέγου απ’ κουνdά σ'
(Φεύγω από κοντά σου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το σκυλί δεν έφυγε, βρεχούταν, λιάζισκεν, λούτιζεν
(Το σκυλί δεν έφυγε, βρυχόταν, γάβγιζε, ούρλιαζε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
'τουν έφ'γαν τ' ασκιάρια, ήρταν σ' εκείνου του γιορόν' κοντά, τσόταν άλλα τέσσερα γιορόνια, μπασλάντ'σαν γκαλάντζευαν
(Όταν έφυγαν οι στρατιώτες πήγαν κοντά σ' εκείνο το γέρο, ήταν κι άλλοι 4 γέροι, άρχισαν και μίλαγαν)
Μισθ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Ντράνισκάν μας γιαβάνια-γιαβάνια κι έφεγναν
(Μας κοίταζαν ψυχρά-ψυχρά κι έφευγαν)
Αξ.
-Παυλίδ.
3. Ειδικότ., φεύγω, εγκαταλείπω την εστία μου, μετακινούμαι ως πρόσφυγας
ό.π.τ.
:
Λουτουριά ποίκαμε που φύαμε
(Κάναμε λειτουργία όταν φύγαμε (ενν. με την ανταλλαγή))
Ανακ.
-Cost.
'Oντας έφυγαμε ήρταν Τούρκοι μας και μας χοτζακλάτιζαν
(Όταν φύγαμε (ενν. ως πρόσφυγες) ήρθαν οι Τούρκοι του χωριού μας και μας αγκάλιαζαν)
Μαλακ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
4. Τρέπομαι σε φυγή, φεύγω βιαστικά
ό.π.τ.
:
Φοβήρα και ἀζγαλντι̂ να φύγω ήτουν
(Φοβήθηκα και παρ΄ ολίγο να φύγω )
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Aρ να ειπώ τ' ορτό, θέλ' αν άβγο να φω
(Αν πω την αλήθεια, χρειάζομαι ένα άλογο για να διαφύγω˙ Όποιος λέει την αλήθεια δημιουργεί εχθρούς)
Φάρασ.
-Κελεκ.
5. Καταφεύγω κάπου για προστασία
Αξ.
:
|| Παροιμ.
Τ' πσίκα όπου να πάγ', 'ζ νεγυριώνα νά φύγ'
(Η γάτα όπου και να πάει, στον αχυρώνα θα καταφύγει˙ Για αναπόφευκτες καταστάσεις)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
6. Δραπετεύω, αποδρώ
ό.π.τ.
:
Φέγω κουρφάς
(Φεύγω κρυφά)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Χοπλάτσιαμ' απ' πα̈ντζια̈ρα̈, έφ'χαμ'
(Πηδήξαμε από το παράθυρο, το σκάσαμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Πήραν ντο κι έφ'γαν
(Την απήγαγαν και εφυγαν)
Αξ.
-Μαυροχ.
7. Γλιτώνω από κάτι, ξεφεύγω
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Έφυγαμ' 'σ' ση βρεσ̑ή, γράτ'σαμ' σο κουκούδι
(Διαφύγαμε από τη βροχή, πέσαμε στο χαλάζι˙ Όταν πέφτουμε από τη μία καταστροφή στην άλλη)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
8. Γλιστρώ, ξεφεύγω
Μισθ.
:
Nα δα σουχτίεις λίγο, άμα δ΄ανοίξεις εκείνα φέγ'νι ούλα μαζί
(Nα τα σφίξεις λίγο, ενν. τα λεφτά, άμα τ' ανοίξεις εκείνα φεύγουν όλα μαζί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.