ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φεύγω (ρ.) φεύγω [ˈfevɣo] Ανακ., Τελμ. φεύγου [ˈfevɣu] Σίλ. φέγω [ˈfeɣo] Μαλακ. φέγου [ˈfeɣu] Μισθ., Σίλ. φέγνω [ˈfeɣno] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ. φέγνου [ˈfeɣnu] Μισθ. φύγνω [ˈfiɣno] Φερτάκ. Αόρ. έφυγα ['efiɣa] Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ. έφ'γα [ˈefɣa] Μισθ., Φλογ. έφ'χα [ˈefxa] Μισθ., Μπέηκ., Σεμέντρ., Φλογ. έβκα [ˈevka] Φάρασ. Υποτ. φύγω [ˈfiɣo] Αραβαν. φύου [ˈfiu] Μισθ. φω [fo] Φάρασ. Αρχ. ρ. φεύγω = δραπετεύω, ξεφεύγω. Ο τύπ. φύγνω από το αορ. θ. φυγ- με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -νω.
1. Φεύγω, απομακρύνομαι από έναν τόπο για να πάω αλλού, αναχωρώ ό.π.τ. : Σ̑ήμερ' ρε φεύγου (Σήμερα δεν φεύγω) Σίλ. -Κωστ.Σ. Νταρά γκιοζλαϊζου δου χαρτί να φύου στου ασκιαρλούχ (Τώρα περιμένω το χαρτί να φύγω για τη στρατιωτική μου θητεία ) Μισθ. -Κοτσαν. Το παπόρι θέλ’ να φύ’ για τζ̑ο περπατεί (Το βαπόρι έπρεπε να φύγει αλλά δεν έπαιρνε μπρος) Τσουχούρ. -Bağr. Σηκούται φέγνει (Σηκώνεται και φεύγει) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Δέβαν 26 χρόνες του έβκα 'σ' το χωρίο μας (Πέρασαν 26 χρόνια από τότε που έφυγα απ' το χωριό μας) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Φρ. Έφυγε το λερό και πόμνε το μίλις (Έφυγε το νερό και έμεινε η άμμος ˙ Το πρόσκαιρο περνά ενώ το σταθερό μένει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Φεύγω, βουνί αναβαίνω (Φεύγω, βουνό ανεβαίνω) Τελμ. -Lag. Συνών. αφήνω, παραμαίνω, πατώ, πηγαίνω
2. Απομακρύνομαι από κάποιον ό.π.τ. : Φέγου απ’ κουνdά σ' (Φεύγω από κοντά σου) Μισθ. -Κοτσαν. Το σκυλί δεν έφυγε, βρεχούταν, λιάζισκεν, λούτιζεν (Το σκυλί δεν έφυγε, βρυχόταν, γάβγιζε, ούρλιαζε) Σινασσ. -Αρχέλ. 'τουν έφ'γαν τ' ασκιάρια, ήρταν σ' εκείνου του γιορόν' κοντά, τσόταν άλλα τέσσερα γιορόνια, μπασλάντ'σαν γκαλάντζευαν (Όταν έφυγαν οι στρατιώτες πήγαν κοντά σ' εκείνο το γέρο, ήταν κι άλλοι 4 γέροι, άρχισαν και μίλαγαν) Μισθ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Ντράνισκάν μας γιαβάνια-γιαβάνια κι έφεγναν (Μας κοίταζαν ψυχρά-ψυχρά κι έφευγαν) Αξ. -Παυλίδ.
3. Ειδικότ., φεύγω, εγκαταλείπω την εστία μου, μετακινούμαι ως πρόσφυγας ό.π.τ. : Λουτουριά ποίκαμε που φύαμε (Κάναμε λειτουργία όταν φύγαμε (ενν. με την ανταλλαγή)) Ανακ. -Cost. 'Oντας έφυγαμε ήρταν Τούρκοι μας και μας χοτζακλάτιζαν (Όταν φύγαμε (ενν. ως πρόσφυγες) ήρθαν οι Τούρκοι του χωριού μας και μας αγκάλιαζαν) Μαλακ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β
4. Τρέπομαι σε φυγή, φεύγω βιαστικά ό.π.τ. : Φοβήρα και ἀζγαλντι̂ να φύγω ήτουν (Φοβήθηκα και παρ΄ ολίγο να φύγω ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Παροιμ. Aρ να ειπώ τ' ορτό, θέλ' αν άβγο να φω (Αν πω την αλήθεια, χρειάζομαι ένα άλογο για να διαφύγω˙ Όποιος λέει την αλήθεια δημιουργεί εχθρούς) Φάρασ. -Κελεκ.
5. Καταφεύγω κάπου για προστασία Αξ. : || Παροιμ. Τ' πσίκα όπου να πάγ', 'ζ νεγυριώνα νά φύγ' (Η γάτα όπου και να πάει, στον αχυρώνα θα καταφύγει˙ Για αναπόφευκτες καταστάσεις) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
6. Δραπετεύω, αποδρώ ό.π.τ. : Φέγω κουρφάς (Φεύγω κρυφά) Μαλακ. -Τζιούτζ. Χοπλάτσιαμ' απ' πα̈ντζια̈ρα̈, έφ'χαμ' (Πηδήξαμε από το παράθυρο, το σκάσαμε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πήραν ντο κι έφ'γαν (Την απήγαγαν και εφυγαν) Αξ. -Μαυροχ.
7. Γλιτώνω από κάτι, ξεφεύγω Φάρασ. : || Παροιμ. Έφυγαμ' 'σ' ση βρεσ̑ή, γράτ'σαμ' σο κουκούδι (Διαφύγαμε από τη βροχή, πέσαμε στο χαλάζι˙ Όταν πέφτουμε από τη μία καταστροφή στην άλλη) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
8. Γλιστρώ, ξεφεύγω Μισθ. : Nα δα σουχτίεις λίγο, άμα δ΄ανοίξεις εκείνα φέγ'νι ούλα μαζί (Nα τα σφίξεις λίγο, ενν. τα λεφτά, άμα τ' ανοίξεις εκείνα φεύγουν όλα μαζί) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.