φιλίζ
(ουσ. ουδ.)
φιλίζ̑
[fiˈliʒ]
Μαλακ.
Πληθ.
φιλίζ̑ιa
[fiˈliʒʝa]
Μαλακ.
Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. filiz = βλαστάρι, το οπ. από το μεταγν. φυλλίς = βλάστηση (βλ. Nişanyan 2002-2020 και Tietze 2016, λ. filliz I).