γιαναστίζω
(ρ.)
γιανασ̑τι̂́ζω
[ʝanaˈʃtɯzo]
Αραβαν., Μαλακ., Σινασσ.
γιαναστίζου
[ʝanaˈstizu]
Μισθ., Σίλ.
γιαναστώ
[ʝanaˈsto]
Μισθ., Φλογ.
γιανασ̑τι-εύω
[ʝanaʃtiˈevo]
Φάρασ.
γιανασ̑τι-έω
[ʝanaʃtiˈeo]
Φάρασ.
γιανασ̑τι-έου
[ʝanaʃtiˈeu]
Φάρασ.
Παρατατ.
γιανασ̑τι-ένgα
[ʝanaʃtiˈeŋga]
Σατ.
Αόρ.
γιανασ̑τίασα
[ʝanaˈʃtiasa]
Αφσάρ.
γιανασ̑τίεσα
[ʝanaˈʃtiesa]
Σατ.
γιανασ̑τέσα
[ʝanaˈʃtesa]
Φκόσ.
Νεότ. ουσ. γιαναστίζω = πλευρίζω, προσεγγίζω (Mackridge 2021: 106), το οπ. από του τουρκ. ρ. yanaşmak (αόρ. yanaşdı) = α) πλησιάζω, προσεγγίζω β) πλευρίζω γ) κλίνω, και το παραγωγ. επίθμ. %i-ίζω.
1. Πλησιάζω
ό.π.τ.
:
Το καγ'μένο το φσ̑άχ'! Εμ θέλ' να βυζάσ', εμ φοβάται να γιανασ̑τίσ'!
(Το καημένο το μωρό! Από την μία θέλει να βυζάξει, από την άλλη φοβάται να πλησιάσει (το στήθος όπου έχουν βάλει κομμάτι τραγάκανθου, προκειμένου να γίνει ο απογαλακτισμός))
Σινασσ.
-Ρίζ.Αγ.
Γιαναστίζου σου χωριό κουνdά
(Πλησιάζω στο χωριό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τζας βρίσκιν τα ζόρε, γιανασ̑τένgιν ’ς ε μιτσίκκο κορτζόκκο τζ̑αι γιαβάσ̑α γιαβάσ̑α λέγκιν τα ατό του 'υρεύει
(Όταν έβρισκε τα ζόρια, πλησίαζε σε ένα μικρό κοριτσάκι και πολύ σιγά του έλεγε αυτό που θέλει)
Σατ.
-Παπαδ.
Γιανασ̑τίασανι σο μαγαρά κοντά του
(Πήγαν κοντά στην σπηλιά)
Αφσάρ.
-Dawk.
Μη γιανασ̑ίεις κοντά μου
(Μην πλησιάζεις κοντά μου)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Σο παλάτ' τα φυλάγαν δεν το αφήκαν να γιανασ̑τήσ'
(Αυτοί που φύλαγαν σκοπιά στο παλάτι δεν τον άφηναν να πλησιάσει)
-ΙΛΝΕ 811
Συνών.
γιακλαστίζω :1, γιακουναντίζω, γιαναντίζω :2, ζυγώνω
2. Πλαγιάζω, γέρνω
Φκόσ.
:
Λιέγουσιν τζ̑αι γιανασ̑τέσιν ’ς ε 'στσ̑άιδι να πάρει αν ύπνος τεΐ
(Κουράστηκε και ξάπλωσε σε μιά σκιά να πάρει έναν ύπνο)
Φκόσ.
-Παπαδ.
Συνών.
γιαναντίζω :1, κλίνω