γιαμτσί
(ουσ. ουδ.)
γιαμτσ̑ί
[ʝamˈtʃi]
Ανακ., Σινασσ.
γιαμψί
[ʝamˈpsi]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. yamçı = α) χονδροϋφασμένη κάπα β) τσόχινο κάλυμμα σέλλας.
2. Κάλυμμα της σέλας του αλόγου είτε από ύφασμα είτε από δέρμα πλουμιστό είτε χαλί
Σινασσ.