ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαμτσί (ουσ. ουδ.) γιαμτσ̑ί [ʝamˈtʃi] Ανακ., Σινασσ. γιαμψί [ʝamˈpsi] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. yamçı = α) χονδροϋφασμένη κάπα β) τσόχινο κάλυμμα σέλλας.
1. Μακρύ και φαρδύ γιορτινό ανδρικό πανωφόρι Ανακ., Μισθ. Συνών. απάς
2. Κάλυμμα της σέλας του αλόγου είτε από ύφασμα είτε από δέρμα πλουμιστό είτε χαλί Σινασσ.