γιάναϊ
(επίρρ.)
γιάναϊ
[ˈʝanai]
Μισθ.
γιαναΐ
[ʝanaˈi]
Σίλ.
γιάναϊν
[ˈjanain]
Φλογ.
γιάνι
[ˈʝani]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίρρ. yanay = πλάγια, με το πλάι. Ο τύπ. γιάνι με απλολογ. αποβολή του [a] της λήγ.
Λοξά, πλάγια
ό.π.τ.
:
Ράνα ομbρός σ'! Με ρανάς γιάναϊ!
(Κοιτά μπροστά σου! Μην κοιτάς λοξά!)
Μισθ.
-Φατ.
Νιούγου γιαναΐ κάτι
(Κάθεται λίγο στραβά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Γυρίστη γιάναϊ, κονώχεν ντου λερό
(Έγειρε λοξά (το κανάτι), χύθηκε το νερό)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Γιάνι μου
(Δίπλα μου)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
|| Φρ.
Ρανώ γιάναϊ
(Κοιτάζω πλάγια, λοξά˙ λοξοκοιτάζω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πάτ'σι γιάναϊ
(Πάτησε λοξά˙ στραβοπάτησε (κι έπαθε εξάρθρωση))
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Κλώσ' λίου σα γιάναϊ
(Τριγύρνα λίγο στα πλάγια˙ κάνε μιά βόλτα εδώ γύρω)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.