ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιάναϊ (επίρρ.) γιάναϊ [ˈʝanai] Μισθ. γιαναΐ [ʝanaˈi] Σίλ. γιάναϊν [ˈjanain] Φλογ. γιάνι [ˈʝani] Φάρασ. Από το τουρκ. επίρρ. yanay = πλάγια, με το πλάι. Ο τύπ. γιάνι με απλολογ. αποβολή του [a] της λήγ.
Λοξά, πλάγια ό.π.τ. : Ράνα ομbρός σ'! Με ρανάς γιάναϊ! (Κοιτά μπροστά σου! Μην κοιτάς λοξά!) Μισθ. -Φατ. Νιούγου γιαναΐ κάτι (Κάθεται λίγο στραβά) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Γυρίστη γιάναϊ, κονώχεν ντου λερό (Έγειρε λοξά (το κανάτι), χύθηκε το νερό) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Γιάνι μου (Δίπλα μου) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. || Φρ. Ρανώ γιάναϊ (Κοιτάζω πλάγια, λοξά˙ λοξοκοιτάζω) Μισθ. -Κοτσαν. Πάτ'σι γιάναϊ (Πάτησε λοξά˙ στραβοπάτησε (κι έπαθε εξάρθρωση)) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κλώσ' λίου σα γιάναϊ (Τριγύρνα λίγο στα πλάγια˙ κάνε μιά βόλτα εδώ γύρω) Μισθ. -Κωστ.Μ.