γιακλαστίζω
(ρ.)
γιακλασ̑τι̂́ζω
[ʝaklaˈʃtɯzo]
Αξ., Μαλακ.
γιακλασ̑τίζου
[ʝaklaˈʃtizu]
Μισθ.
γιακλασ̑τώ
[ʝaklaˈʃto]
Σίλ., Φλογ.
γιαχλασ̑τι-έου
[ʝaxlaʃtiˈeu]
Φάρασ.
Παρατατ.
γιακλάσ̑τανα
[ʝaˈklaʃtana]
Φλογ.
Αόρ.
εγιακλάισα
[eʝaˈklaisa]
Αξ., Σίλ.
γιακλάγισα
[ʝaˈklaʝisa]
Μαλακ.
γιακλάτ'σα
[ʝaˈklatsa]
Μισθ.
γιαχλασ̑τι-έσα
[ʝaxlaʃtiˈesa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. yaklaşmak = α) πλησιάζω, προσεγγίζω β) ομοιάζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. yahlaşmak.
1. Πλησιάζω
ό.π.τ.
:
'τον εγιακλάισαν στο βουνί, βαβά τ'νε χωρίσ̑τεν ασ' τα φσ̑άχα
(Όταν πλησίασαν στο βουνό, ο πατέρας τους χωρίστηκε από τα παιδιά)
Αξ.
-Κεσ.
Φον γιακλάσ̑ταναν σο Τζίνκιλι κονdά, σ̑έρνισ̑καν σιλάχια, ας τ' ακούσ̑'νε ασ' σο χωριό τεγί
(Όταν πλησίαζαν κοντά στο Τζίνκιλι, ἐρριχναν πυροβολισμούς για να τους ακούσουν απ' το χωριό)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Γιακλάτ'σ̑ιν ντου μισ̑ιμέρ'
(Πλησίασε το μεσημέρι)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ
Συνών.
γιακουναντίζω, ζυγώνω, γιαναστίζω
2. Koντεύω
Σίλ.
:
Τα κομούρια μας πολύ ήψασι, γιακλάισασι να ’ινούσι στάχτση
(Τα κάρβουνά μας άναψαν πολύ, κόντεψαν να γίνουν στάχτη)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
γιακουναντίζω, κοντεύω