ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιακλαστίζω (ρ.) γιακλασ̑τι̂́ζω [ʝaklaˈʃtɯzo] Αξ., Μαλακ. γιακλασ̑τίζου [ʝaklaˈʃtizu] Μισθ. γιακλασ̑τώ [ʝaklaˈʃto] Σίλ., Φλογ. γιαχλασ̑τι-έου [ʝaxlaʃtiˈeu] Φάρασ. Παρατατ. γιακλάσ̑τανα [ʝaˈklaʃtana] Φλογ. Αόρ. εγιακλάισα [eʝaˈklaisa] Αξ., Σίλ. γιακλάγισα [ʝaˈklaʝisa] Μαλακ. γιακλάτ'σα [ʝaˈklatsa] Μισθ. γιαχλασ̑τι-έσα [ʝaxlaʃtiˈesa] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. yaklaşmak = α) πλησιάζω, προσεγγίζω β) ομοιάζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. yahlaşmak.
1. Πλησιάζω ό.π.τ. : 'τον εγιακλάισαν στο βουνί, βαβά τ'νε χωρίσ̑τεν ασ' τα φσ̑άχα (Όταν πλησίασαν στο βουνό, ο πατέρας τους χωρίστηκε από τα παιδιά) Αξ. -Κεσ. Φον γιακλάσ̑ταναν σο Τζίνκιλι κονdά, σ̑έρνισ̑καν σιλάχια, ας τ' ακούσ̑'νε ασ' σο χωριό τεγί (Όταν πλησίαζαν κοντά στο Τζίνκιλι, ἐρριχναν πυροβολισμούς για να τους ακούσουν απ' το χωριό) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Γιακλάτ'σ̑ιν ντου μισ̑ιμέρ' (Πλησίασε το μεσημέρι) Μισθ. -ΙΛΝΕ Συνών. γιακουναντίζω, ζυγώνω, γιαναστίζω
2. Koντεύω Σίλ. : Τα κομούρια μας πολύ ήψασι, γιακλάισασι να ’ινούσι στάχτση (Τα κάρβουνά μας άναψαν πολύ, κόντεψαν να γίνουν στάχτη) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. γιακουναντίζω, κοντεύω