σούτσι
(ουσ. ουδ.)
σούτ͑σ̑ι
[ˈsutʃhi]
Φάρασ.
σουτσ’
[suts]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. suç = έγκλημα.
1. Σφάλμα
ό.π.τ.
2. Φταίξιμο, ενοχή
ό.π.τ.
:
Ενώ έχ’ ντου σούτσ’ απάνου τ’, αν του λά’ι βγαίν’ απάν’
(ενώ έχει το φταίξιμο βγαίνει σαν το λάδι επάνω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τα στζ̑υλιά τούς σούτσι έχουνε τζ̑αι φτέν' τα έμρι τους Κούρτοι σκοτώνουν τα;
(Τα σκυλιά τι φταίξιμο έχουν και δίνει διαταγή στους Κούρδους να τα σκοτώσουν;)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
Συνών.
γαμπαάτσι