ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σούτσι (ουσ. ουδ.) σούτ͑σ̑ι [ˈsutʃhi] Φάρασ. σουτσ’ [suts] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. suç = έγκλημα.
1. Σφάλμα ό.π.τ.
2. Φταίξιμο, ενοχή ό.π.τ. : Ενώ έχ’ ντου σούτσ’ απάνου τ’, αν του λά’ι βγαίν’ απάν’ (ενώ έχει το φταίξιμο βγαίνει σαν το λάδι επάνω) Μισθ. -Κοτσαν. Τα στζ̑υλιά τούς σούτσι έχουνε τζ̑αι φτέν' τα έμρι τους Κούρτοι σκοτώνουν τα; (Τα σκυλιά τι φταίξιμο έχουν και δίνει διαταγή στους Κούρδους να τα σκοτώσουν;) Φάρασ. -Dawk.Boy Συνών. γαμπαάτσι