σουτσιάρης
(επίθ.)
σουτσιάρ’
[suˈtsçar]
Μισθ.
Από το ουσ. σούτσι με παραγωγ. επίθμ. -ιάρης > -ιάρ’.
Φταίχτης, ένοχος
Μισθ.
:
Ατά ’νι ντου σιουτσιάρ'
(αυτός είναι ο φταίχτης)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
σουτσλούς