ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σοφίζομαι (ρ.) σοφίζουμι [soˈfizumi] Μαλακ. Αόρ. σοφίστα [soˈfista] Μαλακ. σοφίστηνα [soˈfistina] Σινασσ. Αρχ. ρ. σοφίζομαι.
Μηχανεύομαι, σοφίζομαι ό.π.τ. : Σοφίστηνε ένα διαβολιά (Σοφίστηκε ένα τέχνασμα) Σινασσ. -Τακαδόπ.