σοφίζομαι
(ρ.)
σοφίζουμι
[soˈfizumi]
Μαλακ.
Αόρ.
σοφίστα
[soˈfista]
Μαλακ.
σοφίστηνα
[soˈfistina]
Σινασσ.
Αρχ. ρ. σοφίζομαι.
Μηχανεύομαι, σοφίζομαι
ό.π.τ.
:
Σοφίστηνε ένα διαβολιά
(Σοφίστηκε ένα τέχνασμα)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.