σοφούς
(ουσ. αρσ.)
σοφούς
[soˈfus]
Σινασσ., Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. σοφής = ευλαβής, το οπ. από το τουρκ. sofu = σχολαστικά ευλαβής.
Πβ.
σορσοφί
Θρησκευόμενος, μυημένος στην μουσουλμανική θρησκεία
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Ο σοφούς τα κρομμύδε τζ̑ο τρώ’ τα, σαμού τα βρίστσ̑ει τσ̑αι τα φύα του μπάλι τζ̑ο ’φήνει τα
(Ο ψωροπερήφανος τα κρεμμύδια δεν τα τρώει, άμα τα βρίσκει και τα φύλλα τους ακόμη τ’ αφήνει˙ για τους δήθεν καλομαθημένους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.