σοχάχι
(ουσ. ουδ.)
σοχάχι
[soˈxaçi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. sakak = προγούλι, λ. η οποία σε τουρκ. διαλέκτ. έχει τη σημ. α) καπίστρι, β) ιμάντας κόμμωσης που δένεται κάτω από το πιγούνι γ) ασημένια αλυσίδα που ένωνε τα σκουλαρίκια (Eren 1999: λ. sakak, σ. 350).
Γυναικείο περιδέραιο
Πβ.
ασιρμάς :2, γκερντανίχι :1