ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σπαθί (ουσ. ουδ.) σπαθί [spaˈθi] Ανακ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ. Από το μεταγν. ουσ. σπαθίον. Για τη σημ. ‘υνί', πβ. μεταγν. σημ. ‘λεπίδα νυστεριού’.
1. Σπαθί ό.π.τ. : || Φρ. Στη Βαρβαριά τα ρούχα μου, στην Κρήτη το σπαθί μου Σινασσ. -Αρχέλ. || Ασμ. Ας πάρει Aκρίτας το σπαθί, και σύ, Xάρε, το κονdάρι,
εβγάτ’ εκεί σο πόλεμο σ’ ένα πλατύ λιβάδι
(Ας πάρει ο ακρίτας το σπαθί, και εσύ, χάρε, το κοντάρι,
βγείτε εκεί στη μάχη σ’ ένα πλατύ λιβάδι)
-Lag.
Στα δύο πιάνει το σπαθί, στα τρία το κλοντάρι,
στα τρία και στα τέσσερα το μαύρο του καλιεύει
(Στα δύο (έτη) πιάνει το σπαθί, στα τρία το κοντάρι,
στα τρία και στα τέσσερα το άλογό του καβαλλικεύει)
Σίλατ. -Φαρασόπ.
Αγιώρ’ Αγιώρ’ αφένdη μου κι αφένdη καβαλάρη,
αρματωμένε με σπαθί και με χρυσό κοντάρι
Σινασσ. -ΚΜΣ-Τραγ.
Συνών. κιλίτσι
2. Το υνἰ του ξύλινου άροτρου Φάρασ. Συνών. σαμπάν :2, υνί