σουτ
(ουσ. ουδ.)
σϋτ
[syt]
Αξ.
σουτ
[sut]
Ανακ.
Από το τουρκ. süt = γάλα
Το γάλα
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Σüτ χακ̇-κ̇ί
(δικαίωμα του γάλακτος˙ το δικαίωμα κληρονομιάς που αποκτούσε η χήρα όταν δεν είχε αποκτήσει με τον άντρα της άρρενες κληρονόμους. Πβ. τουρκ. <em>süt hakki.</em>)
Αξ.
-Μαυροχ.
Σουτ χακού
(το δικαίωμα του γάλακτος˙ ό,τι και το παραπάνω)
Ανακ.
-Κωστ.Α.