ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουτ (ουσ. ουδ.) σϋτ [syt] Αξ. σουτ [sut] Ανακ. Από το τουρκ. süt = γάλα
Το γάλα ό.π.τ. : || Φρ. Σüτ χακ̇-κ̇ί (δικαίωμα του γάλακτος˙ το δικαίωμα κληρονομιάς που αποκτούσε η χήρα όταν δεν είχε αποκτήσει με τον άντρα της άρρενες κληρονόμους. Πβ. τουρκ. <em>süt hakki.</em>) Αξ. -Μαυροχ. Σουτ χακού (το δικαίωμα του γάλακτος˙ ό,τι και το παραπάνω) Ανακ. -Κωστ.Α.