ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουσάμι (I) (ουσ. ουδ.) σουσάμι [suˈsami] Γούρδ., Σίλ., Φάρασ. σουσάμ’ [suˈsam] Μισθ. Από το μεταγν. ουσ. σησάμιον, νεότ. σουσάμι (Λεξ. Σομ.)· πβ. και τουρκ. susam, αραβ. sisam· τόσο η αραβ. όσο και η ελλ. λ. έχουν κοινή σημιτική προέλευση.
1. Σουσάμι, ο σπόρος της σουσαμιάς ό.π.τ. : Σώρουβαμ’ ντου σουσάμ’ (μαζεύαμε το σουσάμι) Μισθ. -Κοτσαν. Σουσάμι σέκνουμ’ τα στου ψωμί (βάζουμε το σουσάμι στο ψωμί) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Σουσαμού ξύο (Ξύλο σουσαμιού˙ Το φυτό σουσαμιά) Φάρασ.
β. Ο σπόρος του χασισιού Σίλ.
2. Το φυτό σουσαμιά Μισθ. : Ντε σπέριξαμ' μόνου σουσάμια, σπέριξαμ' ζαϊράατσ' (δεν σπέρναμε μόνο σουσάμια, σπέρναμε λινάρι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.