σουρτεύω
(ρ.)
σουρτ͑εύω
[suˈrtʰevo]
Φάρασ.
Παθ.
σουρτεύομαι
[surˈtevome]
Φάρασ.
σουρτ͑εύομαι
[suˈrtʰevome]
Φάρασ.
Από τον αόρ. sürttü του τουρκ. ρ. sürtmek = τρίβω, με παραγωγ. επίθμ. -εύω.
Τρίβω κάποιον ή κάτι
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Το ’ίδι, σαμού ’υρεύει να φά’ ξύ’ο, πααίνει σουρτεύεται σου όμbασ̑η το ραβντί
(το γίδι, όταν θέλει να φάει ξύλο πάει και τρίβεται στου τσοπάνου το ραβδί˙ για όσους προκαλούν με τη συμπεριφορά τους τα προβλήματα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το λιπαρόν ντο σ̑οιρίδι σουρτεύεται σο λιπαρόν ντο πιτένι
(το παχύ γουρούνι ξύνεται στο παχύ πεύκο˙ οι πλούσιοι έχουν μόνο μεταξύ τους σχέσεις και αλληλοϋποστηρίζονται)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.