ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουρτούκης (επίθ.) σουρτούκης [surˈtucis] Γούρδ. σουρτ͑ούκ͑’ [surˈtʰukh] Φάρασ. Θηλ. σουρτ͑ουκ͑ού [surtʰuˈkʰu] Φάρασ. Ουδ. σουρτ͑ούκ͑ι [surˈtʰukʰi] Φάρασ. σουρτούχι [surˈtʰuçi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. sürtük = α) για γυναίκα, πορτογυρίστρα, σουρλουλού β) πρωινός ἀνεμος που πνέει προς διάφορες κατευθύνσεις γ) ως διαλεκτ. σημ., θρασύς, αναίσχυντος. Ο θηλ. τύπ. σουρτ͑ουκ͑ού από τον αρσ. τύπ. με παραγωγ. επίθμ. -ού.
1. Αυτός που τριγυρνά άσκοπα, που χασομερά Φάρασ.
2. Αλήτης Φάρασ.
3. Ως ουσ., συρφετός Γούρδ.