σουρτούκης
(επίθ.)
σουρτούκης
[surˈtucis]
Γούρδ.
σουρτ͑ούκ͑’
[surˈtʰukh]
Φάρασ.
Θηλ.
σουρτ͑ουκ͑ού
[surtʰuˈkʰu]
Φάρασ.
Ουδ.
σουρτ͑ούκ͑ι
[surˈtʰukʰi]
Φάρασ.
σουρτούχι
[surˈtʰuçi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. sürtük = α) για γυναίκα, πορτογυρίστρα, σουρλουλού β) πρωινός ἀνεμος που πνέει προς διάφορες κατευθύνσεις γ) ως διαλεκτ. σημ., θρασύς, αναίσχυντος. Ο θηλ. τύπ. σουρτ͑ουκ͑ού από τον αρσ. τύπ. με παραγωγ. επίθμ. -ού.
1. Αυτός που τριγυρνά άσκοπα, που χασομερά
Φάρασ.
2. Αλήτης
Φάρασ.
3. Ως ουσ., συρφετός
Γούρδ.