ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουρτουκλεντίζω (ρ.) σουρτουκλενdίζου [surtuklenˈdizu] Φάρασ. σουρτ͑ουκ͑λενdίζω [surtʰukhlenˈdizo] Φάρασ. σουρτ͑ουκ͑λα̈νdίζω [surtʰukʰlænˈdizo] Αφσάρ. Από το τουρκ. sürtükleşmek = εκπορνεύομαι ή από το ουσ. σουρτούκης, όπου και τύπ. σουρτ͑ούκ͑ι, αναλογ. προς τις ρ. δομές λαντίζω, όπου και τύπ. -λενdίζω. Δεν εντοπίστηκε τουρκ. ρ. sürtüklenmek, το οπ. θεωρεί ετυμολογικό πρόγονο ο Αναστασιάδης (1980: 110).
1. Αλητεύω ό.π.τ.
2. Χασομερώ Φάρασ. Συνών. αβαραλαντίζω, σαπαλατώ, σουρουκλεντίζω, τεμπελετίζω