σουσάμι (II)
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
σουσάμια
[suˈsamɲa]
Ανακ.
Από το τουρκ. susam (< περσ. sūsen) = α) το φυτό Ίρις β) ως διαλεκτ. σημ., είδος κρίνου.
Είδος λουλουδιού με το οπ. στόλιζαν τον επιτάφιο