σουρτάς
(ουσ. αρσ.)
σουρτάς
[surˈtas]
Φάρασ.
Κατά τον Καρολίδη (1885: 214) η λ. σχετίζεται με την περσ. λ. zurna. Πβ. και νεότ. σουρλάς (βλ. λ. Λεξ. Κριαρ.).
Η φλογέρα
ό.π.τ.