σουρουγέρι
(ουσ. ουδ.)
σουρουγέρι
[suruˈʝeri]
Ανακ.
Από το τουρκ. sürüyeri (βλ. Κωστάκης 1963: 453).
Μικρός ανοιχτός τόπος ανάμεσα στα σπίτια για τη βόσκηση των κοπαδιών
Ανακ.