σουρακλαΐζω
(ρ.)
σουρακλαΐζου
[surakla'izu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. sıralamak = βάζω σε τάξη, αραδιάζω πιθ. με μορφολογική επίδραση του ρ. süreklemek = σέρνω, τραβολογώ.
Αραδιάζω
Μισθ.