αφότε
(σύνδ.)
'φότες
[ˈfotes]
Φάρασ.
'φότεζ
[ˈfotez]
Φάρασ.
'φοτές
[foˈtes]
Σατ., Φάρασ.
'φοdές
[foˈdes]
Φάρασ.
'φοdίς
[foˈdis]
Αφσάρ., Φάρασ.
'φότι
[ˈfoti]
Φάρασ.
Από το μεταγν. σύνδ. ἀφ' ὅτε. Ο τύπ. 'φοdές με τονισμό στην λήγουσα πιθ. αναλογ. κατά το ποτέ(ς).
1. Χρον. σύνδ., όταν, καθώς
ό.π.τ.
:
'φοdές φτένκα κ͑αλέμ' μου, άβι έκοψέ ντα
(Καθώς έφτιαχνα το μολύβι μου, το μαχαίρι το έκοψε, ενν. το δάχτυλο))
Φάρασ.
-Dawk.
Ση στράτα φοτές ’υριζούτουν, ήρτεν 'ς ενάβου γαλάς ιράστα
(Στο δρόμο καθώς γύριζε, βρέθηκε μπροστά σε ένα άλλο κάστρο)
Σατ.
-Παπαδ.
'φοdίς τα φυαγνίνκινι, το σαχάτι σα τρία δώτζ̑ινι αν αλία κανείς
(Ενώ επιτηρούσε (ενν. τον μύλο), στις τρεις η ώρα κάποιος έβγαλε μιά κραυγή)
Αφσάρ.
-Dawk.
'φότες πίνει νερό, θωρεί τι κι η 'στσ̑άιδη κλιναίνει 'ντάμα του
(Καθώς πίνει νερό, βλέπει ότι και η σκιά σκύβει ταυτόχρονα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Συ 'φότες πααίνκες, 'γώ 'ρχούμουνα
(Όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν˙ σε περιπτώσεις που διαθέτουμε μεγαλύτερη εμπειρία από κάποιον άλλο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αφόν, αφώς, αφώσκαι, μαντέμ, σαφού :2
2. Αιτιολ. σύνδ., αφού, εφόσον, επειδή
ό.π.τ.
:
'φοτές να θέλεις να νάρτεις, εδώ σήμουρου
(Εφόσον θέλεις να έρθεις, (έλα) εδώ σήμερα)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
|| Παροιμ.
Το 'ρνίθι, 'φότεζ έν' 'ρνίθι, πίνει νερό τσ̑αι γρεύει φόρου το Θεό
(Η κότα, εφόσον είναι κότα, πίνει νερό και κοιτάζει ψηλά τον Θεό˙ για τους αχάριστους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αφώς, αφώσκαι, μαντέμ, σαφού :1