ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αφτίδα (ουσ. θηλ.) αφτίδα [aˈftiða] Φάρασ. αβντίδα [avˈdiða] Φάρασ. Από το ουσ. αφτίδι και το παραγωγ. επίθμ. .
Δαυλί Φάρασ. : Πήρε αν απμένη αβντίδα (Πήρε ένα αναμμένο δαυλί) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Παροιμ. Την αβντίδα να μην ντα συνταυλείς, τζ̑ο άφτει (To δαυλί, αν δεν το συνδαυλίζεις, δεν ανάβει˙ τίποτα δεν γίνεται χωρίς προσωπική προσπάθεια ή εμπλοκή) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. δαυλί