αφτίτσι
(ουσ. ουδ.)
ωτίτσι
[oˈtitsi]
Σίλατ.
Από το ουσ. αφτί, όπου και τύπ. ωτί, και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσι.
Αφτί
:
|| Ασμ.
Ζεβρά ηύρεν έκρουσε, δεξιά ηύρεν και θέρ'σεν
Εφτά βορτώνια φόρτωσεν ωτίτσα και μυτίτσα (Στ' αριστερά βρήκε και χτύπησε, στα δεξιά βρήκε και τους θέρισε
Εφτά μουλάρια φόρτωσε με μύτες και αφτιά) Σίλατ. -Φαρασόπ. Συνών. αφτί
Εφτά βορτώνια φόρτωσεν ωτίτσα και μυτίτσα (Στ' αριστερά βρήκε και χτύπησε, στα δεξιά βρήκε και τους θέρισε
Εφτά μουλάρια φόρτωσε με μύτες και αφτιά) Σίλατ. -Φαρασόπ. Συνών. αφτί