άφτημα
(ουσ. ουδ.)
γιάφτημα
[ʝaftima]
Ουλαγ.
Από το ρ. άφτω, όπου και τύπ. γιάφτω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Συνών.
άφτημα