ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αφορός (επίθ.) αφορός [afoˈros] Αξ., Μαλακ., Φλογ. αφοροσλού [aforosˈlu] Σίλατ. Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. aforoz = αφορισμός, το οπ. από το ελλ. ουσ. αφορισμός. O τύπ. αφοροσλού με το τουρκ. επίθμ. -li.
1. Αφορισμός Φλογ. : Και αφορός κάνισ̑καμ', έγινε αφορός λέισ̑καμ' (Και αφορισμούς κάναμε, έγινε αφορισμένος λέγαμε) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. αφόρεσμα
2. Αφορισμένος ό.π.τ. : Τ' αφορός το κ'λάκ (Το αφορισμένο παιδί) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
3. Κατ' επέκτ., ο διάβολος Αξ.