άφι
(ουσ. ουδ.)
άφι
[ˈafi]
Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ.
άφ'
[af ]
Αξ.
Από το νεότ. ουσ. άφι (Mackridge 2021: 19), το οπ. από το τουρκ. ουσ. af = συγχώρεση. Πβ. και νεότ. φρ. κάμω άφι = απονέμω χάρη.
1. Συγχώρεση
ό.π.τ.
:
Γύριψι άφι οπ’ τσ̑ην 'εναίκαν ντου
(Ζήτησε συγχώρεση από την γυναίκα του)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Ο Χριστός τσ̑ιπ τις ναίτσ̑ις κατάρτσ̑ιν τα, αμ-μά τα τσ̑οτσ̑ούχα ποίτσ̑ιν τα άφι
(Ο Χριστός καταράστηκε όλες τις γυναίκες, αλλά τα παιδιά τα συγχώρησε)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
|| Φρ.
Σ̑άνω άφ'
(Κάνω συγχώρεση˙ συγχωρώ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
μακάρεμα, συχωριά
2. Αθώωση
Σίλ.
:
Ποίκαν ντο άφι
(Τον αθώωσαν)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6