ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άφαντος (επίθ.) άφανdο [ˈafando] Μισθ. ανάφανdος [aˈnafandos] Σινασσ. Αρχ. επίθ. ἄφαντος. Για τον τύπ. ανάφαντος από στερητ. ανα-, βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἄφαντος.
Άφαντος ό.π.τ. : Αραΐζ' ντου φσ̑άχ' αριστερά δεξιά, ντέ ντου βρίχ’, μπαγουρντίζ’ τίποτα, παρλάκα άφανtο (Ψάχνει το παιδί αριστερά δεξιά, δεν το βρίσκει, φωνάζει, τίποτα, ο βάτραχος άφαντος) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. αλίσπαρτος, γαΐπης