αυλή
(ουσ. θηλ.)
αυλή
[aˈvli]
Αραβαν., Γούρδ., Σίλ., Σινασσ., Τζαλ., Φάρασ.
γιαυλή
[ʝaˈvli]
Ποτάμ.
ναυλή
[naˈvli]
Ανακ., Μισθ., Σίλ., Φερτάκ.
νευλή
[neˈvli]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ.
χαυλή
[xaˈvli]
Ανακ.
χαβλού
[xaˈvlu]
Μισθ., Τσαρικ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
Αρσ.
χαβλούς
[xaˈvlus]
Αφσάρ., Φάρασ.
χαβλούμι
[xaˈvlumi]
Φάρασ.
Πληθ.
ναυιλιά
[naviˈʎa]
Μισθ.
Από το αρχ. ουσ. αὐλή. O τύπ. γιαυλή με ανάπτ. ημιφ. για άρση της χασμωδίας. Ο τύπ. ναυλή με ν- από συνεκφορά με το άρθρ. στην αιτ. και μετατόπιση των ορίων των μορφημάτων. O τύπ. χαβλού αντιδάν. μέσω του από τουρκ. avlu/havlu < ελλ. αὐλή. Για τον τύπ. χαβλούμι πβ. τουρκ. διαλεκτ. τύπ. avlum.
Αυλή, ο αστέγαστος περιφραγμένος χώρος δίπλα σε σπίτι ή άλλο κτίσμα
ό.π.τ.
:
Φκαλώ ναυλή μ'
(Σκουπίζω την αυλή μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ένα όμορφο σπίσ̑' μι ένα μέγα αυλή, ούλ-λο το ντϋσ̑εμέ τ' μι σαρουριά νιχέρια· αυληγιού τ' ορταλι̂́χ' στρωμένο ένα σοφρά
(Ένα όμορφο σπίτι με μιά μεγάλη αυλή στρωμένη με κίτρινες πέτρες· στην μέση της αυλής ένα τραπέζι στρωμένο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ξέβεν 'ζ νευλή
(Βγήκε στην αυλή)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Να φας το τζ̑ουφάλι σου, να χασ' η αυλή σου, να χάσει ναίχα!
(Να φας το κεφάλι σου, να χαλάσει η αυλή σου, να χαλάσει λοιπόν!)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Σπίτ' 'τουν ερόδουσι, καθάριζιτ' ναυλιές
(Όταν ερχόσουν στο σπίτι, καθαρίζατε τις αυλές)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σωροβούντανε νεκκλησ̑άς το χαβλού ούλα τα κορίτσ̑α
(Μαζευόντουσαν όλα τα κορίτσια στην αυλή της εκκλησίας)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Ισ̑ύ τσ̑εγά σου ναυλή σ’ είχ̇ις τανάε ποτέ;
(Εσύ είχες στην αυλή σου μοσχάρια ποτέ;)
Μισθ.
-VLACH
Μο τα σιτίλα τσαι τα κουκούμα φερείγκαν «το ταζό το νερό»· ραντίσκαν το χαβλού, πλυναίγκαν τη χαραή τουν
(Με τους κουβάδες και τα κανάτια έφερναν «το καινούργιο νερό», τον αγιασμό· ράντιζαν την αυλή, έπλεναν το πρόσωπό τους)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Όξω αυλή
(Έξω αυλή˙ προαύλιο)
Σινασσ.
-Ρίζ.Αγ.
|| Παροιμ.
Το ναυλή σταβρό και τ’ άιλάτ’ τεν αλμέζ̑εται
(Η αυλή είναι στραβή και το αγελάδι δεν αρμέγεται˙ για όποιον βρίσκει γελοίες δικαιολογίες για να μην κάνει μιά δουλειά)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Αν ντεν έχεις αυλή, τ' άλογο τσ̑ι να το π'κείς; Ντώμα αν ντεν έχεις, το σ̑κυλί τσ̑ι να το π'κείς;'
(Αν δεν έχεις αυλή, τ' άλογο τι θα το κάνεις; Αν δεν έχεις δώμα, το σκυλί τι θα το κάνεις;˙ για εκείνους που ετοιμάζονται να κάνουν κάτι χωρίς να έχουν τα απαιτούμενα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Πουλεί τα σπίτια τ' τα 'μορφα, τ' αυλές μαρμαρωμένες
(Πουλά τα όμορφά σπίτια του και τις αυλές τις μαρμαροστρωμένες)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
χαΐζι, χαϊμάς