αφρίδι
(ουσ. ουδ.)
αφρίγ'
[aˈfriʝ]
Αξ.
Πιθ. από το ουσ. αφρός και το παραγωγ. επίθμ. -ίδι. Για την σημ. πβ. ν.ε. λύσσα.
Κάτι που είναι πολύ ξινό
Αξ.
:
Το γεμέκ' μποίκες το αφρίγ'
(Το φαγητό το έκανες πολύ ξινό)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
οξινίτσικος