βυζερό
(ουσ. ουδ.)
βυζερό
[vizeˈro]
Μαλακ.
Από το ουσ. βυζί και το παραγωγ. επίθμ. -ερός.
Μπιμπερόν
Τροποποιήθηκε: 11/02/2025