ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βύζουνας (ουσ. αρσ.) βύζουνας [ˈvizunas] Φλογ. Από το διαλεκτ. ουσ. βυζούνι (βλ. ΙΛΝΕ, λ. βουζούνι), και το μεγεθ. επίθμ. -ας.
Μεγάλο σπυρί, καλόγερος Συνών. έβγαλμα