βύζουνας
(ουσ. αρσ.)
βύζουνας
[ˈvizunas]
Φλογ.
Από το διαλεκτ. ουσ. βυζούνι (βλ. ΙΛΝΕ, λ. βουζούνι), και το μεγεθ. επίθμ. -ας.
Μεγάλο σπυρί, καλόγερος
Συνών.
έβγαλμα