ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βρωμίζω (ρ.) βρωμίζω [vroˈmizo] Αραβαν. βρωμίζου [vroˈmizu] Μισθ. Παθ. βρωμίζουμαι [vroˈmizume] Αραβαν. Μτχ. βρωμισμένος [vromiˈzmenos] Σινασσ., Φάρασ. βρωμισμένου [vromiˈzmenu] Μισθ. Από το μεσν. ρ. βρωμίζω = αναδίδω δυσάρεστη οσμή, το οπ. από το μεταγν. βρωμέω-ῶ με μεταπλ. σε -ίζω με βάση το θ. αορ.
1. Προκαλώ δυσοσμία και μεσοπαθ. μυρίζω άσχημα ό.π.τ. : Πισίρ-πισίρ βρώμ'σεν το τόπο (Πριτς πριτς βρώμισε τον τόπο) Σινασσ. -Τακαδόπ.
2. Η μτχ., βρωμερός ό.π.τ. : || Ασμ. Να παν' οι βρωμισμένοι, νά 'ρτουν οι μυρισμένοι (Για αυτούς που ξενιτεύονται για να βρουν δουλειά, φεύγοντας βρώμικοι και φτωχοί και επιστρέφοντας περιποιημενοι εμφανισιακά και πετυχημένοι) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. γουνατζάχ, κιοτού, μποκλούς, μπουλασίκ :1