βρωμίζω
(ρ.)
βρωμίζω
[vroˈmizo]
Αραβαν.
βρωμίζου
[vroˈmizu]
Μισθ.
Παθ.
βρωμίζουμαι
[vroˈmizume]
Αραβαν.
Μτχ.
βρωμισμένος
[vromiˈzmenos]
Σινασσ., Φάρασ.
βρωμισμένου
[vromiˈzmenu]
Μισθ.
Από το μεσν. ρ. βρωμίζω = αναδίδω δυσάρεστη οσμή, το οπ. από το μεταγν. βρωμέω-ῶ με μεταπλ. σε -ίζω με βάση το θ. αορ.
1. Προκαλώ δυσοσμία και μεσοπαθ. μυρίζω άσχημα
ό.π.τ.
:
Πισίρ-πισίρ βρώμ'σεν το τόπο
(Πριτς πριτς βρώμισε τον τόπο)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
2. Η μτχ., βρωμερός
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Να παν' οι βρωμισμένοι, νά 'ρτουν οι μυρισμένοι
(Για αυτούς που ξενιτεύονται για να βρουν δουλειά, φεύγοντας βρώμικοι και φτωχοί και επιστρέφοντας περιποιημενοι εμφανισιακά και πετυχημένοι)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
γουνατζάχ, κιοτού, μποκλούς, μπουλασίκ :1